- ορφισμός
- οη θρησκευτική αντίληψη που βγαίνει από τα ορφικά ποιήματα και που αφορά στον εξαγνισμό του ανθρώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας … Dictionary of Greek
αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… … Dictionary of Greek
Ορφέας — Μυθολογικός ποιητής στον οποίο, για θρησκευτικούς λόγους (ορφισμός), αποδιδόταν ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων διαφόρων εποχών και διαφόρων δημιουργών. Θεωρούνταν επίσης διονυσιακή μορφή και ήταν μάντης. Ο μύθος ανέφερε ότι ο O., ένας ποιητής από … Dictionary of Greek
Φλόρα, Φραντσέσκο — (Flra, Κόλε Σάνιτα 1891 – Μπολόνια 1962). Ιταλός ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αντιφασίστας, υπήρξε συντάκτης του περιοδικού Κρίτικα, που άσκησε έντονη κριτική στον Μουσολίνι. Μετά την πτώση του φασισμού διηύθυνε πολλά λογοτεχνικά… … Dictionary of Greek